τρισευδαίμων

τρισευδαίμων
τρισευδαίμων
thrice-happy
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρισευδαίμων — ονος, ον, Α ευδαιμονέστατος, ευτυχέστατος, τρισμακάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + εὐδαίμων «ευτυχής»] …   Dictionary of Greek

  • τρισευδαίμονα — τρισευδαίμων thrice happy neut nom/voc/acc pl τρισευδαίμων thrice happy masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισευδαιμόνων — τρισευδαίμων thrice happy gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισευδαίμονας — τρισευδαίμων thrice happy masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισευδαίμονες — τρισευδαίμων thrice happy masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισευδαίμονι — τρισευδαίμων thrice happy dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισευδαίμονος — τρισευδαίμων thrice happy gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …   Dictionary of Greek

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”